- περιχονδρίτιδα
- η, Νιατρ. φλεγμονή τού περιχονδρίου η οποία ακολουθείται κατά κανόνα από βαριές αλλοιώσεις τού χόνδρου που καλύπτει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perichodrite (< περι-* + χόνδρος + επίθημα -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιχονδρῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.